ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Τὴν ἀνέγερση τῆς ἰουστινιάνειας Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἀναφέρει ἤδη τὸ 560 μ.Χ. ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος Καισαρεύς, σημειώνοντας ὅτι ἀφιερώθηκε ἀπὸ τοὺς κτίτορες στὴν Θεοτόκο, ὡς μιὰ φυσικὴ συνέχεια τῆς μοναστικῆς κοινότητος ἢ σκήτης ποὺ ἤκμαζε γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Βάτο τουλάχιστον ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος. Ἡ συνηθέστερη ὀνομασία της γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες ἦταν «Μονὴ τῆς Βάτου», ἐνῶ ἀργότερα ἐπεκράτησε ὁ ὅρος «Μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ». Θεωρεῖται σήμερα τὸ ἀρχαιότερο περιτειχισμένο μοναστήρι μὲ ἀδιάκοπη ζωὴ καὶ ἐξέλιξη.
ΘΕΣΗ – ΠΡΟΪΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ
Ὁ χῶρος τῆς Βάτου προκρίθηκε γιὰ τὴν θεμελίωση τῆς Μονῆς ἔναντι τοῦ ἑτέρου ἱεροῦ τόπου, τῆς ἁγίας Κορυφῆς, ὡς περισσότερο προσιτὸς καὶ κατοικήσιμος. Τὸ νέο τεῖχος περιέκλεισε βασικὰ τρία σημαντικὰ σημεῖα. Κατ᾿ ἀρχὴν τὴν Φλεγομένη καὶ μὴ κατακαιομένη Βάτο [Κάτοψις 12], τὴν «ἁγία γῆ» ἐκείνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου ὁ θεόπτης Μωυσῆς ἀξιώθηκε νὰ συνομιλήσει μὲ τὸν Κύριο. Δεύτερον, τὸ ἐπίσης παλαιοδιαθηκικὸ πηγάδι τοῦ Μωυσέως (ἢ τοῦ Ἰοθόρ), ὅπου ὁ Μωυσῆς πρωτοσυναντήθηκε μὲ τὶς κόρες τοῦ Ἰοθόρ, ἱερέως τῆς γῆς Μαδιάμ [Κάτοψις 13]. Τέλος, τὸν πύργο «τῆς ἁγίας Ἑλένης» [Κάτοψις 1], τὸ μόνο ἀπὸ τὰ προϊουστινιάνεια κτίσματα ποὺ διατηρεῖται μέχρι σήμερα σὲ καλὴ κατάσταση καὶ χρησίμευσε ὡς τὸ πρῶτο ὀχύρωμα τῶν Μοναχῶν ἔναντι τῶν ἐπιδρομέων. Εἶναι μιὰ ἰσχυρὴ τετράγωνη οἰκοδομὴ μὲ πολὺ φαρδειὰ τοιχοποιΐα, ποὺ σήμερα εὑρίσκεται ἐνσωματωμένη στὰ ἀρχιεπισκοπικὰ δώματα καὶ διαφημίζει τὴν ἀδιάκοπη ἄνθηση τῆς μοναστικῆς ζωῆς στὸν ἴδιο τόπο ἐπὶ δεκαεπτὰ αἰῶνες. Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὸν πύργο ποὺ ἀναφέρεται στὴν διήγηση τοῦ μοναχοῦ Ἀμμωνίου περὶ τῶν ἐν Σινᾷ ἀναιρεθέντων Ἀββάδων, περὶ τὸ ἔτος 373. Πρῶτος ὁ P. Grossmann χρονολόγησε πειστικὰ τὸ οἰκοδόμημα στὴν προϊουστινιάνεια περίοδο, ἐνῶ ὁ Εὐτύχιος Ἀλεξανδρείας (933-939) θεωρεῖ ὅτι ἐντὸς τοῦ πύργου εὑρισκόταν ἡ πρώτη ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσκύνησε καὶ ἡ Αἰθερία (προφανῶς τὸ παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως στὸν ἄνω ὄροφο).
Η ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΜΟΝΗ
Τὸ τιτάνιο ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς Μονῆς ἀνέθεσε ὁ Ἰουστινιανὸς στὸν ἀρχιτέκτονα Στέφανο ἀπὸ τὴν Ἐϊλά(τ), ὅπως μαρτυροῦν οἱ σχετικὲς ἐπιγραφὲς στὸ Καθολικό. Πλῆθος τεχνιτῶν καὶ ἐργατῶν ἐγκαθίσταται στὴν ἔρημο καὶ ξεκινοῦν καρτερικὰ τὴν κοπιώδη λατόμευση τοῦ σκληροῦ τοπικοῦ γρανίτη. Ἡ τελικὴ ποιότητα κατασκευῆς τοῦ φρουρίου καὶ ἡ ἐπιμελημένη φροντίδα ἀκόμη καὶ τῶν λεπτομερειῶν τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, βεβαιώνουν ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀμφιβολίας τὴν καθολικὴ αὐτοκρατορικὴ ὑποστήριξη τοῦ ἐγχειρήματος.
Οἱ μέγιστες διαστάσεις τοῦ περιβόλου μαζὶ μὲ τοὺς μικροὺς πύργους ποὺ περιλαμβάνει φθάνουν τὰ 76 x 90μ. ἐνῶ τὸ πάχος του κυμαίνεται ἀπὸ 1,80 ἕως 2,20 μέτρα. Στὴν πρώτη οἰκοδομικὴ φάση, ποὺ ὁλοκληρώθηκε γύρω στὰ 560, ἀνήκει ὅλο τὸ τεῖχος, τὸ Καθολικόν, καθὼς καὶ ἀρκετὰ τόξα καὶ κυλινδρικοὶ θόλοι ποὺ κτίστηκαν ἐσωτερικῶς κατὰ μῆκος τῶν τειχῶν προκειμένου νὰ ἑδραστοῦν τὰ ὑπερκείμενα κελλία τῶν Πατέρων καὶ τὰ λοιπὰ οἰκοδομήματα. Ἀκόμη καὶ σήμερα μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς τὶς ἀρχικὲς ἐπάλξεις τοῦ κάστρου, τὸ πρωτόθετο ἁρμολόγημα στὴν τοιχοποιΐα, τὸν ἀρχέτυπο ἀνάγλυφο διάκοσμο τῶν γρανιτόλιθων, ἐνῶ πολλὰ ἀπὸ τὰ κελλία τῶν Μοναχῶν ἐφάπτονται στὸ γυμνὸ ἰουστινιάνειο τεῖχος, προκαλώντας τους δέος καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ἡ κυρία εἴσοδος τῆς Μονῆς εὑρισκόταν στὸ μέσον τῆς δυτικῆς πλευρᾶς [Κάτοψις 3]. Ἄνωθεν αὐτῆς ὑπάρχει ἡ «ζεματίστρα», ὁ μοναδικὸς ἀμυντικὸς μηχανισμὸς ποὺ διαθέτουν τὰ τείχη τῆς Μονῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ ἀμυνόμενοι ἔρριπταν στοὺς ἐπίδοξους εἰσβολεῖς καυτὸ λάδι. Τὸ μέγεθος τῆς πύλης ἐπέτρεπε νὰ περάσουν ἐντὸς τοῦ περιβόλου καμῆλες φορτωμένες μὲ προμήθειες. Γιὰ λόγους περισσότερης ἀσφαλείας, ἡ ἀρχαία εἴσοδος παραμένει ἀπὸ αἰῶνες κλειστὴ καὶ γιὰ τὴν εἴσοδο τῶν Μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν χρησιμοποιεῖται μιὰ παρακείμενη παραπυλίδα μὲ νεώτερο κυλινδρικὸ θόλο [Κάτοψις 4], ποὺ κλείεται ἀπὸ τρεῖς διαδοχικὲς σιδηρὲς θύρες.
Τὰ τείχη, τὸ Καθολικὸν καὶ οἱ λοιπὲς ἰουστινιάνειες κατασκευὲς κτίστηκαν μὲ πελεκημένους τοπικοὺς ὀρθογώνιους γρανιτόλιθους, ἀπὸ τὶς πλαγιὲς ποὺ περιβάλλουν τὴν Μονή, ἐνῶ γιὰ τὴν πολὺ καλὴ συναρμολόγηση τῶν τόξων ἐδόθη στοὺς λίθους μορφὴ σφηνοειδής. Παράλληλα εἰσήχθησαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἄλλες ἐπαρχίες μάρμαρα Προκοννήσου γιὰ τὶς ὀρθομαρμαρώσεις, τὰ δάπεδα καὶ τὸ φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου τοῦ Καθολικοῦ, ὀρείχαλκος γιὰ ἐπενδύσεις θυρῶν, μολύβι γιὰ ἐπικαλύψεις στεγῶν, σίδηρος, ξυλεία γιὰ τὶς στέγες καὶ τὶς ξυλόγλυπτες μνημειακὲς θύρες κ.ἄ.
ΝΕΩΤΕΡΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ
Οἱ διαφορετικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπεκράτησαν κατὰ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση τῆς χερσονήσου τὸν 7ο αἰῶνα ὁδήγησαν σταδιακὰ στὴν συρρίκνωση τῆς μοναχικῆς κοινότητας, στὴν μείωση τῆς οἰκοδομικῆς δραστηριότητας καὶ στὴν χρήση πιὸ εὐτελῶν ὑλικῶν. Στοὺς αἰῶνες ὅμως ποὺ ἀκολούθησαν αὐτὴν τὴν μεταβατικὴ περίοδο τὸ κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς ἐξελίχθηκε δυναμικὰ σχηματίζοντας ἕναν συνεκτικὸ οἰκιστικὸ ἱστὸ μὲ ἰδιόμορφη διάταξη ἐξ ἀπόψεως μοναστηριακῆς.
Ἀρχαία Τράπεζα – Τέμενος
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος οἱ Σιναΐτες μετεσκεύασαν τὴν μοναστηριακὴ τράπεζα σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος [Κάτοψις 10]. Πρόκειται γιὰ τμῆμα τοῦ κτίσματος ποὺ ἐκτείνεται ἔμπροσθεν τοῦ Καθολικοῦ πρὸς δυσμὰς καὶ τὸ ὁποῖο ἀνάγεται στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος, ἐνῶ ἀργότερα προσετέθη πλησίον του καὶ ὁ τετράγωνος ὑψηλὸς μιναρές.
Τράπεζα – Παρεκκλήσια
Τὸ μεγάλο ἐπίμηκες κτίριο νοτιοανατολικά τοῦ Καθολικοῦ, κτισμένο στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνος, φαίνεται ὅτι προοριζόταν ἐξ ἀρχῆς ὡς Τράπεζα, μετὰ τὴν μετατροπὴ τῆς παλαιᾶς Τράπεζας σὲ τέμενος. Οἱ παλαιότερες τοιχογραφίες ποὺ σώζονται στὸ ἐσωτερικό του εἶναι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τὰ ἐγκάρσια ὀξυκόρυφα τόξα του φέρουν χαράγματα δυτικοευρωπαίων προσκυνητῶν τοῦ 15ου αἰ. Τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ κοσμοῦν οἱ τοιχογραφίες τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ καὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας (16ος αἰ.), ἡ μὲν ὡς συνδεόμενη μὲ τὴν λειτουργία τοῦ χώρου, ἡ δέ, συνήθης στὶς Τράπεζες τῶν Μονῶν, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζεται στοὺς Μοναχοὺς ὁ ἐσχατολογικός τους προορισμός. Τὸ δάπεδο τυγχάνει ἔργο τοῦ σκευοφύλακος Προκοπίου (18ος αἰ.).
Μικρὰ παρεκκλήσια συνέχισαν νὰ ἀνεγείρονται μέσα στὴν Μονή, ὁρισμένα ἐκ τῶν ὁποίων ἦσαν ἀφιερώματα. Τὸ παρεκκλήσι τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ κτίστηκε τὸ 1529 ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἰωακείμ, ἐνῶ ἐκεῖνο τοῦ Προδρόμου τὸ 1569 ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Ἀλέξανδρο. Συνολικὰ σήμερα ὑφίστανται ἐντὸς τῆς Μονῆς δώδεκα παρεκκλήσια, πέραν τῶν ἐννέα ποὺ εἶναι ἐνσωματωμένα στὸ Καθολικό.
Στὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Προδρόμου κτίστηκε μικρὸς ξενώνας γιὰ φιλοξενία Πατριαρχῶν καὶ προσκυνητῶν ἀπὸ τὴν Δύση.
Ἐπεμβάσεις 18ου – 20οῦ αἰῶνος
Κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα ξεκίνησαν προγράμματα διακοσμήσεως τοῦ Καθολικοῦ καὶ τῶν παρεκκλησίων καὶ μετασκευάστηκαν τὰ ἀρχιεπισκοπικὰ διαμερίσματα στὸν προϊουστινιάνειο πύργο. Τὸ ἔτος 1734 κτίστηκε κοντὰ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἡ βιβλιοθήκη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Νικηφόρου.
Μετὰ τὴν καταστροφικὴ πλημμύρα τοῦ 1798 ξεκίνησε ἡ ἀναστήλωση τοῦ βορείου τείχους [Κάτοψις 11] μὲ συνδρομὴ τῶν δυνάμεων τοῦ Ναπολέοντος Βοναπάρτη (1801).
Ἕνα νέο πρόγραμμα πλήρους ἀναμορφώσεως τῆς Μονῆς μὲ βάση τὰ τρέχοντα ρεύματα τοῦ κλασσικισμοῦ ξεκίνησε στὰ μέσα του 19ου αἰῶνος, τὸ ὁποῖο ὑλοποιήθηκε ἐν μέρει ἀπὸ τὸν σκευοφύλακα Γρηγόριο, κτίτορα καὶ τοῦ Μετοχίου τῆς Ραϊθοῦς. Περιελάμβανε τὶς ἀνακαινίσεις τῆς ἀνατολικῆς πτέρυγας κελλίων περὶ τὸ ἔτος 1875, τῆς δυτικῆς πτέρυγας λίγο ἀργότερα καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ κωδωνοστασίου τὸ 1871 πάνω στὸν βόρειο πύργο τοῦ Καθολικοῦ.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, κατεδαφίστηκαν ὅλα τα κτίσματα καὶ τὰ παρεκκλήσια τῆς νότιας πλευρᾶς, προκειμένου νὰ ἀνεγερθεῖ ἡ νεώτερη πτέρυγα (1931–1950) ποὺ δεσπόζει στὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς καὶ στεγάζει τὴν Βιβλιοθήκη καὶ κελλιὰ Μοναχῶν.