Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ
Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΖΩΗ
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ εἶναι ἀναμφίβολα ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα μνημεῖα στὸν κόσμο. Κτίσματα ἐπιβλητικὰ ποὺ παραμένουν ἀτόφια ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα ἢ καὶ παλαιότερα, καὶ κειμήλια μοναδικὰ καὶ ἀξεπέραστα μὲ τὰ ὁποῖα προικίστηκε ἡ Μονὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὣς σήμερα, προσελκύουν χιλιάδες ἀνθρώπους ἀπὸ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς γῆς. Ὁ σπουδαιότερος ὅμως θησαυρός της εἶναι ἀναμφίβολα ἡ ζωντανὴ καὶ ἀδιάλειπτη παρουσία Μοναχῶν ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα ἕως σήμερα, οἱ ὁποῖοι δὲν ἄφησαν τὴν ἐκκλησιά της ἀλειτούργητη οὔτε μία ἡμέρα ἐδῶ καὶ 1500 χρόνια. Ἡ Μονὴ αὐτὴ δὲν εἶναι Μουσεῖο· εἶναι ὁ ζωτικὸς χῶρος κάποιων ἀνθρώπων ποὺ ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεό.
ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
Σὲ δύο μεγάλες ἐντολὲς περιέκλεισε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν διδασκαλία του. Τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες ἔγκειται κυρίως στὴν πραγμάτωση τῆς πρώτης ἐξ αὐτῶν: Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου (Ματθ. ΚΒ΄, 37).
Δυσκατόρθωτο εἶναι γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ βαθὺ νόημα ποὺ κρύβεται στὰ λόγια αὐτά. Προϋποθέτουν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα, ἀποδοχὴ τῆς «ὁμοιώσεως» μὲ τὸν Θεό-Δημιουργὸ ὡς μοναδικοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεως καὶ συνειδητοποίηση τῆς ματαιότητας τῶν ἐπιγείων πραγμάτων.
«Φῶς τῶν Μοναχῶν εἶναι οἱ Ἄγγελοι καὶ φῶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἡ ζωὴ τοῦ Μοναχοῦ», γράφει ὁ μέγας Σιναΐτης ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Οἱ Μοναχοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ κατ᾿ ἐξοχὴν ἑστιάζουν ὅλη τους τὴν ζωὴ στὴν ἐξάσκηση τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, ἀπαρνούμενοι τὸν κόσμο γι᾿ Αὐτὸν καὶ λατρεύοντάς Τον νύκτα καὶ ἡμέρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἔργο τους εἶναι πράγματι ἀθάνατο, αἰώνιο, μεταφυσικό, ἐξω-γήινο.
ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ
Γιὰ νὰ ἐφαρμόσει τὴν πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολὴ ὁ Μοναχὸς χρειάζεται ἐκπαίδευση καὶ ἀγώνας, ποὺ ἔγκειται κυρίως στὴν ἄσκηση τῆς δεύτερης μεγάλης ἐντολῆς: Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Διότι ἂν δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀδελφό σου τὸν ὁποῖο βλέπεις, πῶς μπορεῖς νὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεὸ τὸν ὁποῖο δὲν βλέπεις;
Ἀνέκαθεν οἱ Σιναΐτες μοναχοὶ καλλιεργοῦσαν ποικιλοτρόπως τὴν διακονία πρὸς τοὺς περιοίκους βεδουΐνους καὶ κάθε ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως φύλου, ἐθνικότητος ἢ θρησκείας, θεωρώντας τον ὡς εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης ἔγκειται κυρίως στὸν βαθύτερο καὶ ἀθεώρητο ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀγῶνα γιὰ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους Μοναχούς, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ κοινοβίου. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, φυσικῶς ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκπληρώσει τὸ θέλημα τοῦ ἠγαπημένου, νὰ ταπεινωθεῖ ἐνώπιόν του. Ὁ μαρτυρικὸς ἀγώνας τῆς ὑπακοῆς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ταπείνωση καὶ αὐτὴ μὲ τὴν σειρά της τὸν καθιστᾶ κατάλληλο δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ταπεινὸς Θεός, μέσα στὴν παντοδυναμία Του, «ἀδυνατεῖ» νὰ βρεῖ ἀνάπαυση στὴν ὑπερήφανη καρδιὰ καὶ στέκεται παράμερα περιμένοντας ὑπομονητικὰ τὴν μετάνοιά του, ποὺ θὰ τὸν καθαρίσει καὶ θὰ δώσει σ᾿ Ἐκεῖνον τὴν δυνατότητα νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Κι ὅταν ἀρχίσει ὁ Μοναχὸς νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἀγάπη, τότε φυσικῷ τῷ τρόπῳ ποθεῖ τὸ ἴδιο γιὰ κάθε ἄνθρωπο καὶ προσεύχεται μὲ πόνο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ὡς δι᾿ ἑαυτόν.
Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Ὁ νεοφανὴς Ὅσιος Παΐσιος, ποὺ ἔζησε στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ στὰ 1962-1964, παρομοίωσε μὲ ἀπαράμιλλη παραστατικότητα τὸν Μοναχὸ μὲ ἀσυρματιστή, μεταφέροντας μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ τὴν στρατιωτική του θητεία. «Κάποτε ἡ διλοχία μας βρέθηκε περικυκλωμένη ἀπὸ χίλιους ἑξακόσιους ἀντάρτες σὲ ἕνα φυσικὸ ὀχύρωμα ἀπὸ βράχο. Ὅλοι οἱ στρατιῶτες κουβαλοῦσαν πυρομαχικὰ καὶ ὁ Διοικητὴς κάλεσε καὶ μένα νὰ ἀφήσω τὸν ἀσύρματο, νὰ κουβαλάω καὶ ἐγώ. Μάλιστα μὲ ἀπείλησε καὶ μὲ τὸ πιστόλι. Νόμιζε ὅτι ἀπέφευγα νὰ κουβαλάω, γιατὶ ἤθελα δῆθεν νὰ κρύβωμαι.
»Κουβαλοῦσα, ἀλλὰ πήγαινα καὶ στὸν ἀσύρματο καὶ προσπαθοῦσα νὰ πιάσω ἐπαφὴ μὲ τὸ Ἀρχηγεῖο. Ὁπότε ἀπὸ τὰ πολλὰ ἔπιασα ἐπαφὴ καὶ ἔδωσα νὰ καταλάβουν ὅτι βρισκόμαστε σὲ δύσκολη θέση. Τὴν ἄλλη μέρα, ἐνῶ οἱ ἀντάρτες εἶχαν πλησιάσει πολὺ κοντά, ὥστε νὰ ἀκούγωνται οἱ βρισιές τους, ἦρθε ἡ ἀεροπορία καὶ τοὺς διεσκόρπισε».
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀνέφερε ὁ Ἅγιος σὰν παράδειγμα σὲ ὅσους ρωτοῦσαν: «Τί προσφέρουν οἱ Μοναχοὶ στὴν ἔρημο καὶ δὲν βγαίνουν στὸν κόσμο νὰ βοηθήσουν;». «Οἱ Μοναχοί», ἀπαντοῦσε, «εἶναι οἱ ἀσυρματιστὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν πιάσουν ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευχῆς, τότε ἔρχεται καὶ βοηθᾶ ὁ Θεὸς καλύτερα. Ἕνα ἀκόμη λιανοντούφεκο δὲν ἔκανε τίποτε, ἐνῶ, ὅταν ἦρθε ἡ ἀεροπορία, ἔκρινε τὴν μάχη».
ΞΕΝΙΤΕΙΑ
Ὁ Σιναϊτικὸς Μοναχισμὸς χαρακτηρίζεται ἐπιπλέον ἀπὸ τὴν ἔντονη «ξενιτεία», δηλ. τὴν μεγάλη ἀπομάκρυνση τῶν Μοναχῶν ἀπὸ τὴν πατρίδα τους. Αὐτὸ ποὺ τοὺς ἐμπνέει δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ξέχειλη εὐλογία τοῦ τόπου αὐτοῦ, τὴν ὁποία αἰσθάνεται ὅποιος μείνει ἐδῶ λίγο περισσότερο ἀπὸ τὴν συνήθη τουριστικὴ ἐπίσκεψη, μὲ ἡσυχία, μὲ λαχτάρα καὶ εἰλικρινῆ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπεκαλύφθη καὶ ὁμίλησε στὴν ἔρημο τούτη καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Ὁποίου ἔχουν διὰ βίου ἀφιερωθεῖ ψυχῇ τε καὶ σώματι ἀπὸ αἰώνων οἱ μοναχοὶ τοῦ Σινᾶ.