ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟΝ

Λιτὴ ἀλλὰ πολὺ ζωντανὴ εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς Αἰθερίας, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸ Σινᾶ στὰ 383–384 μ.Χ: «…ὑπῆρχαν ἐκεῖ πολλὰ κελλία ἁγίων ἀνδρῶν καὶ μιὰ ἐκκλησία, στὸν τόπο ὅπου εἶναι ἡ Βάτος. Μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ὑπάρχει αὐτὴ ἡ βάτος, θαλερὴ καὶ μὲ βλαστοὺς καινούργιους. … Ἐμπρὸς στὴν ἐκκλησία εἶναι ἕνας πολὺ ὡραῖος κῆπος, μὲ ἐξαιρετικὸ καὶ ἄφθονο νερό, καὶ μέσα στὸν κῆπο αὐτὸν εἶναι ἡ βάτος».
Ἡ Φλεγομένη Βάτος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπετέλεσε τὸ κριτήριο ἐπιλογῆς τῆς θέσεως τοῦ «Καθολικοῦ», δηλ. τοῦ κεντρικοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς κατὰ τὴν μοναστικὴ ὁρολογία. Κτίστηκε ἔμπροσθεν τῆς Βάτου (πρὸς δυσμάς) καὶ τὴν πλαισίωσε ἑκατέρωθεν μὲ δύο παστοφόρια-παρεκκλήσια (τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων) ὡς προεκτάσεις τοῦ Καθολικοῦ [Κάτοψις 2, 3], μὲ ἐξόδους πρὸς τὸ σημεῖο τῆς Βάτου [Κάτοψις 13]. Πρόκειται γιὰ μιὰ κλασσικὴ ἰουστινιάνεια τρίκλιτη Βασιλική, διαστάσεων 40 x 19,20 μέτρων, κτισμένη ὅπως καὶ τὸ τεῖχος ἀπὸ πελεκημένους ὀγκόλιθους τοπικοῦ γρανίτη καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα παλαιοχριστιανικὰ κτίρια σὲ ὅλο τὸν κόσμο ποὺ διασώθηκαν ἀκέραια. Σύμφωνα μὲ ἱστορικὲς μαρτυρίες ἀλλὰ καὶ τὴν ζῶσα παράδοση τῆς Μονῆς, ἡ Βασιλικὴ ἀφιερώθηκε ἀρχικῶς στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, ἡ ὁποία καὶ ἀπεικονίστηκε στὸ περίφημο Μωσαϊκὸ τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἐνῶ παράλληλα ἰδιαίτερη τιμὴ ἀπελάμβανε ἐξ ἀρχῆς καὶ ὁ προφήτης Μωυσῆς.
Ἑκατέρωθεν τῆς βορείου καὶ νοτίου πλευρᾶς κατὰ μῆκος τοῦ Καθολικοῦ, ἐκτείνονται στενόμακροι πλευρικοὶ χῶροι, ποὺ καταλήγουν σὲ χαμηλοὺς πύργους στὰ δυτικά [Κάτοψις 10, 11], χαρακτηριστικοὺς τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Συρίας. Τὸ βορειοανατολικὸ διαμέρισμα ἦταν ἀρχικὰ ἐλαιοδοχεῖο [Κάτοψις 4] ἐνῶ τὸ ἀντίστοιχο νότιο πιθανότατα σκευοφυλάκιο [Κάτοψις 7]. Τὰ ὑπόλοιπα δρομικὰ διαμερίσματα μεταγενέστερα διαιρέθηκαν σὲ παρεκκλήσια, τρία σὲ κάθε πλευρά [Κάτοψις 5, 6, 8, 9].
Στὶς δοκοὺς τῆς στέγης διατηροῦνται κτιτορικὲς ἐπιγραφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες συμπεραίνεται ἡ κτίσις τοῦ Ναοῦ καὶ τῆς Μονῆς μετὰ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας Θεοδώρας, ἐνόσῳ ὁ Ἰουστινιανὸς ζοῦσε ἀκόμη (μεταξὺ 548–565): «†ΥΠΕΡ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΥ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ», «†ΥΠΕΡ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΓΕΝΑΜΕΝΗΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ». Μιὰ τρίτη ἐπιγραφὴ ἀποτελεῖ δέηση τοῦ ἀρχιτέκτονος τῆς Μονῆς Στεφάνου Ἀϊλησίου ὑπὲρ τοῦ ἰδίου καὶ τῆς οἰκογενείας του.

Τὰ τρία κλίτη τοῦ ναοῦ διαμορφώνονται ἀπὸ δύο παράλληλες σειρὲς ἕξι μονόλιθων κιόνων ἀπὸ γρανίτη. Τὰ κιονόκρανα, ἐπίσης ἀπὸ γρανίτη, φέρουν φυτικὸ διάκοσμο διανθισμένο ἀπὸ Σταυρούς, Ἀμνοὺς καὶ καρποὺς τοῦ Παραδείσου, καὶ ἀντιπροσωπεύουν δώδεκα διαφορετικοὺς ἀρχιτεκτονικοὺς ρυθμούς. Κάθε κίονας φέρει μιὰ εἰκόνα μὲ τοὺς Ἁγίους κάθε μηνός, ἐνῶ ἐντὸς εἰδικῆς θήκης σφραγισμένης μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἀπόκεινται Λείψανα Ἁγίων τοῦ μηνὸς αὐτοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια ἑκάστου μηνὸς καίει κανδῆλα ἐνώπιον τῆς ἀντίστοιχης εἰκόνος.
Πάμπολλα ἀπὸ τὰ ἱερὰ κειμήλια ποὺ λαμπρύνουν τὴν ἰουστινιάνεια Βασιλικὴ τυγχάνουν ἀφιερώματα μεγάλων καὶ πασίγνωστων βασιλέων ὅλων τῶν ἐθνῶν. Τὸ μεγαλοπρεπὲς ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε στὸ σιναϊτικὸ Μετόχι τοῦ Χάνδακα Κρήτης στὰ 1612 καὶ ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ τὸν ἐνάρετο Σιναΐτη ἱερομόναχο Ἱερεμία Παλλαδᾶ. Ἄλλες μεταγενέστερες προσθῆκες τοῦ 17ου καὶ 18ου αἰῶνος ἀποτελοῦν ὁ ἐσωτερικὸς διάκοσμος τοῦ ἁγίου Βήματος καὶ ἡ ὀριζόντια φατνωματικὴ ὀροφὴ ποὺ κάλυψε ἐσωτερικὰ τὴν ἀρχικὴ στέγη. Ἡ πρακτικὴ ἀνάγκη τῆς προσθήκης μιᾶς ἐσωτερικῆς ὀροφῆς, μᾶς στερεῖ σήμερα τὴν δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἐπιβλητικὴ καὶ ἰδιαίτερα ἐπιμελημένη ἰουστινιάνεια στέγη τοῦ ναοῦ, κατασκευασμένη ἀρχικῶς μὲ προοπτικὴ νὰ μείνει ἐμφανής, τὴν ὁποία ἐκθειάζει περιγράφοντάς την μὲ θαυμασμὸ ὁ Νεκτάριος (1677).

Ἰδιαίτερη μνεία ἀξίζει ὁ ὀνομαστὸς Σκευοφύλαξ τῆς Μονῆς καὶ ἄριστος λιθουργὸς Προκόπιος Καισαρεύς, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα ἐκόσμησε τὸ Καθολικὸν μὲ πολυάριθμα ἐξαιρετικὰ ἔργα. Δική του εἶναι ἡ λάρνακα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης μὲ τὸ κιβώριο, τὸ βόρειο καὶ νότιο τμῆμα τοῦ δαπέδου τοῦ κυρίως Ναοῦ καθὼς καὶ ἐκεῖνο τοῦ Νάρθηκα, ὁ ἄμβωνας, τὸ προσκυνητάρι, ἡ βάση τοῦ Τέμπλου, τὸ Ἀρτοφόριον, τὸ χωνευτήρι καὶ ἡ περίτεχνη φιάλη τοῦ Ἁγιασμοῦ.
Ἡ εἴσοδος τοῦ κυρίως Ναοῦ φέρει τὴν ἀρχικὴ ξυλόγλυπτη ἀπὸ κέδρο τοῦ Λιβάνου τετράφυλλη θύρα τοῦ 6ου αἰῶνος.
Κατὰ μῆκος τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τῆς βασιλικῆς κτίστηκε χαμηλὸς Νάρθηκας, ὀρθογώνιος σὲ κάτοψη [Κάτοψις 12]. Ἡ ξύλινη δίφυλλη θύρα τοῦ Νάρθηκα ἀνάγεται στὸν 11ο–12ο αἰῶνα.
Τὸ πυργόσχημο, ἐκλεκτικῆς τεχνοτροπίας κωδωνοστάσιο τοῦ Ναοῦ διαμορφώνεται ἀπὸ τρία περίστυλα ἐπίπεδα καὶ διακρίνεται ἔξωθεν τῆς Μονῆς. Κτίστηκε τὸ ἔτος 1871 μὲ δαπάνη τοῦ Σκευοφύλακος τῆς Μονῆς ἀρχιμανδρίτου Γρηγορίου