ΜΩΣΑΪΚΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ
Πολὺ σύντομα μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκοδομήσεως τῆς Μονῆς καὶ τοῦ Καθολικοῦ, ἡ ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ Βήματος κοσμεῖται μὲ τὸ περίφημο μωσαϊκὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἡ θέα καὶ ἡ μετοχὴ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὡς τελικὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, αἰχμαλώτιζε ἀνέκαθεν τὸν πόθο τῶν Μοναχῶν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Ἰησοῦ ἐτύγχανε πάντοτε μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἀγαπημένες τους ἑορτές. Ὅλως ἰδιαιτέρως ἁρμόζει στὸ Θεοβάδιστον ὄρος, ὅπου οἱ δύο προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας ἀξιώθηκαν ἐν ζωῇ νὰ συνομιλήσουν μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἀφιέρωση τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Σινᾶ σὲ αὐτὴν μόνον τυχαία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ. Τὸ πρωινὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ὅπως κατέρχεται ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ ἁγίου Βήματος, ὑπενθυμίζει ἔντονα τὸ Εὐαγγελικὸ χωρίο: ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς (Ματθ. ΙΖ΄, 2).
Σύμφωνα μὲ τὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση, ὁ Χριστὸς ἀπεκάλυψε στὸ ὄρος Θαβὼρ τὴν δόξα τῆς θεϊκῆς Του φύσεως στοὺς τρεῖς Μαθητὲς ποὺ ἔμελλαν νὰ Τοῦ συμπαρασταθοῦν μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες στὴν ἀγωνία Του. Στὸ πλάι Του ἐμφανίστηκαν οἱ προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας ἐν δόξῃ, βεβαιώνοντας μὲ τὴν παρουσία τους τὴν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν περὶ τοῦ Μεσσία στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καὶ προαναγγέλοντας τὴν ἐπικείμενη ἔξοδό Του, τὸν σταυρικὸ θάνατο (Λουκᾶ Θ΄, 31).
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Στὴν παράσταση ἐλλείπει ὁποιαδήποτε ἔνδειξη τοπίου καὶ ἡ ἔμφαση ἑστιάζεται στὸ ὑπερφυσικὸ γεγονός. Ἀπὸ τὰ ἕξι πρόσωπα, μόνον ὁ Χριστὸς ἀπεικονίζεται δισδιάστατος, σὲ μιὰ προσπάθεια τοῦ καλλιτέχνη νὰ ἀποδώσει τὴν διαφορετικότητα τοῦ Θεανθρώπου καὶ δὴ τῆς θείας φύσεώς Του ποὺ φανερωνόταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὴν αὐθεντική της αἴγλη. Ἀντίθετα, οἱ δύο Προφῆτες ἔχουν ὄγκο, ἐνῶ οἱ τρεῖς Μαθητὲς παρουσιάζουν ἀκόμη περισσότερα φυσιοκρατικὰ στοιχεῖα.
Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται μέσα σὲ γαλάζια «δόξα», ἡ ὁποία ὑποδηλώνει τὸ ἄκτιστο Φῶς ποὺ ἐξέπεμπε, ἐνῶ διάφανες ἀκτῖνες του κατευθύνονται πρὸς τοὺς παρισταμένους Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους καὶ τὸν περιβάλλοντα χῶρο. Καθὼς ἡ μορφή Του ἀπομονώνεται ἀπὸ τὸ χρυσὸ βάθος, ὁ λευκὸς ἐξαστράπτων (Λουκᾶ Θ΄, 29) ἱματισμός Του ἀφήνει τὴν αἴσθηση ἐντονότερης λαμπρότητος. Οἱ ἀποχρώσεις τοῦ λευκοῦ καὶ τοῦ γαλάζιου κυριαρχοῦν καὶ στὰ ἐνδύματα ὅλων, κατὰ τὴν σύμμετρη μετοχή τους στὸ τελούμενο, ἐνῶ καὶ τὰ πρόσωπα πλάθονται μὲ χρώματα φωτεινά. Οἱ δύο Προφῆτες μὲ τὶς χειρονομίες τους φαίνονται συλλαλοῦντες (Ματθ. ΙΖ΄, 3) μὲ τὸν Κύριο, ἐνῶ οἱ ἐκφράσεις τῶν Μαθητῶν εἶναι πλήρεις φόβου, δέους καὶ ἀπορίας.
Στὰ δύο τόξα γύρω ἀπὸ τὴν κυρία σύνθεση παρατίθενται πορτραῖτα Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν σὲ δίσκους. Στὸ μέσον καὶ στὸν ἴδιο ἄξονα κάτω ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀπεικονίζεται ὁ προφήτης καὶ βασιλεὺς Δαυΐδ ὡς Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ. Ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ ἀναφορὰ στὴ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀλλὰ περιέχει καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωστῶν ἀπεικονίσεων τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Στὶς γωνίες ὑπάρχουν πορτραῖτα τοῦ ἡγουμένου Λογγίνου, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ ὁποίου συνετέθη τὸ ψηφιδωτό, καὶ τοῦ διακόνου Ἰωάννου. Πρόκειται πιθανότατα γιὰ τὸν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ὡς ἐμπνευστὴ τοῦ σχεδιασμοῦ τοῦ μωσαϊκοῦ καὶ καθοδηγητὴ τῶν καλλιτεχνῶν στὴν ἀπόδοση τῶν πολλαπλῶν θεολογικῶν νοημάτων του.
Τὸ μέτωπο τῆς κόγχης ἄνωθεν τῆς ἁψῖδος κοσμεῖ μιὰ ἰδιότυπη παράσταση τῆς Δεήσεως καὶ ἴσως ἡ ἀρχαιότερη. Ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ἵσταται ἐν μέσῳ δύο Ἀρχαγγέλων ποὺ ἵπτανται ἄνωθεν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου. Πιὸ ψηλά, δύο συνθέσεις ἀπεικονίζουν τὸν Μωυσῆ μπροστὰ στὴν Φλεγομένη Βάτο καὶ τὸν ἴδιο νὰ δέχεται τὸν Νόμο. Λίγο ἀργότερα, τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ Βήματος θὰ ἐπεκταθεῖ μὲ δύο ἐγκαυστικὲς παραστάσεις στὶς παραστάδες: τὴν θυσία τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν θυσία τοῦ Ἰεφθάε.
Τὸ μέγεθος τοῦ ἔργου, ἡ ποιότητά του καὶ ἡ ὅλη ἀνυπέρβλητη ἐκτέλεση προδίδουν καλλιτέχνες προερχομένους ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ ἔκπαγλος αὐτὸς καλλωπισμὸς ἑνὸς ναοῦ ἀπομονωμένου στὶς ἄβατες ἐσχατιὲς τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας δηλώνει σαφῶς καὶ τὸ γενικὸ ἐπίπεδο τοῦ διακόσμου τῶν ναῶν τῆς ἐποχῆς, τὸ ὁποῖο ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν μεγαλειῶδες.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΙΣ
Ἡ πρώτη πολὺ ἀναγκαία συντήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ τοῦ Καθολικοῦ μαζὶ μὲ ἐκείνου τῆς Βάτου ἐπετελέσθη μὲ ἐντυπωσιακὴ ἐπιτυχία ἀπὸ τὸν Ρῶσσο ἱερομόναχο Σαμουὴλ τὸ 1847, ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Σινᾶ Κωνσταντίου τοῦ Βυζαντίου, ὅπως ἀναγράφεται ἑκατέρωθεν τῆς ἁψῖδος τῆς Βάτου. Ὁ Σαμουὴλ ἐντόπισε περιοχὲς τοῦ μωσαϊκοῦ τῆς Μεταμορφώσεως ποὺ εἶχαν ἀποκολληθεῖ ἀπὸ τὸν τοῖχο καὶ τὶς στερέωσε χρησιμοποιώντας σιδερένια στηρίγματα ποὺ συγκρατοῦνταν ἀπὸ ἰσχυρὰ μεταλλικὰ καρφάκια. Ὑπῆρχαν ἐπίσης πολλὰ κενὰ ἀπὸ ἐλλείπουσες μεμονωμένες ψηφῖδες, τὰ ὁποῖα συμπλήρωσε μὲ γύψο προκειμένου νὰ ἀποτρέψει περαιτέρω ἐπιδείνωση. Τὶς προσθῆκες ἐπιχρωμάτισε ὥστε νὰ μὴν φαίνονται στὸ μάτι ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ ἱεροῦ Βήματος.
Μὲ τὴν λεπτομερῆ καὶ πολὺ προσεκτικὴ συντήρηση τοῦ Σαμουήλ, τὸ σιναϊτικὸ μωσαϊκὸ διέφυγε τὶς πολὺ συνηθισμένες κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα ὑπέρμετρα δραστικὲς ἐπεμβάσεις, ὅταν ἐκτεταμένες περιοχὲς ψηφιδωτῶν ξανακατασκευάζονταν μὲ νέα ὑλικά, ἢ ὅταν ὁλόκληρα μωσαϊκὰ ἀφαιροῦνταν ἀπὸ τοὺς τοίχους καὶ ξαναεφαρμόζονταν, μὲ μὴ εὐκαταφρόνητες ζημίες.
Τὸ 1958 καὶ στὰ πλαίσια μιᾶς πολυετοῦς ἐπιστημονικῆς ἀποστολῆς τῶν πανεπιστημίων Michigan καὶ Princeton μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Kurt Weitzmann διαπιστώθηκε ἡ ἐκτεταμένη ἀποκόλληση τοῦ μωσαϊκοῦ στὴν περιοχὴ τῆς μορφῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄμεση ἀνάγκη μιᾶς συστηματικῆς συντηρήσεως. Λίγους μῆνες ἀργότερα, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1959 φθάνουν στὴν Μονὴ ἐπὶ τούτου δύο ἐπιφανεῖς συντηρητές, οἱ Carroll Wales καὶ Κωνσταντῖνος Τσαούσης.
Πενήντα ἕξι τρύπες ἀνοίχτηκαν μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ σὲ στρατηγικὰ σημεῖα καὶ πληρώθηκαν μὲ εἰδικὸ μεῖγμα γύψου μέσῳ ὑποδερμικῶν βελόνων προσαρμοσμένων σὲ εἰδικὰ κατασκευασμένες σύριγγες, ἐνῶ χάλκινοι γάντζοι στερεώθηκαν σὲ ἑπτὰ τρυπήματα μέσα στὸν γρανιτένιο τοῖχο. Οἱ συντηρητὲς βεβαίωσαν τὴν ἱκανοποιητικὴ πρὸς ὥραν συγκράτηση του μωσαϊκοῦ, ἀλλὰ ἐπεσήμαναν τὴν ἀνάγκη μιᾶς λεπτομερέστερης ἐξετάσεώς του στὸ μέλλον.
Νέα ἀποστολὴ καταφθάνει τὸ καλοκαίρι τοῦ 1960 μὲ κύριο ἀντικείμενο τὸν καθαρισμὸ τοῦ ψηφιδωτοῦ ἀπὸ τὸν Ernest Hawkins. Στὴν εὐαίσθητη ἐπιχείρηση τῆς ἀφαιρέσεως συσσωρευμένης αἰθάλης 1400 ἐτῶν, ἔγινε διακριτικὴ καὶ περιορισμένη χρήση διαλυτικῶν, ἐνῶ ἡ κυρίως ἐπέμβαση ἐπετελέσθη μὲ ὀδοντιατρικὰ ἐργαλεῖα καὶ τὸν λεπτότερο δυνατὸ χειρισμό. Ἔκπληκτοι οἱ ἐπιστήμονες διεπίστωσαν ὅτι οἱ ψηφῖδες στὸ σύνολό τους ἦταν οἱ αὐθεντικὲς καὶ ὅτι καμία ἄλλη προσπάθεια συντηρήσεως δὲν εἶχε ἐπιχειρηθεῖ στὸ παρελθόν, πλὴν τῆς πολὺ ἐπιτυχοῦς τοῦ Σαμουήλ. Ταυτόχρονα τεκμηριώθηκε χωρὶς ἀμφιβολία ἡ χρονολόγηση τοῦ μωσαϊκοῦ κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα.
Οἱ δύο αὐτὲς «ἡρωικὲς» ἐπιχειρήσεις (1847, 1959-60) σὲ συνθῆκες ἀντίξοες ἀπὸ κάθε ἄποψη στὸ μέσον τῆς πιὸ δυσπρόσιτης ἐρήμου, ἀναμφισβήτητα ἔσωσαν προσωρινῶς τὸ μωσαϊκὸ ἀπὸ ἀνεπίστρεπτες βλάβες, ἐνῶ παράλληλα ὅλοι ὅσοι ἀσχολήθηκαν τόνισαν τὴν ἀνάγκη μιᾶς ὁλοκληρωμένης καὶ τελικῆς στερεώσεως.
Τὸ ἔτος 2005 ἡ Μονὴ τοῦ Σινᾶ ἀνέθεσε τὴν συνολικὴ συντήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ στὸν Ἰταλὸ Roberto Nardi καὶ τὴν ὁμάδα του. Ἡ ἐργασία διήρκεσε συνολικὰ ἕνδεκα ἔτη καὶ διεξήχθη μὲ τὰ πλέον σύγχρονα ὑλικὰ καὶ τεχνικές. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε στατικὴ στήριξη τῆς ἁψῖδος μὲ εἰδικὰ διατρήματα καὶ συσφίγξεις τῆς συνόλου οἰκοδομῆς, καθὼς καὶ ἐνδελεχὴς στεγανοποίηση τῆς ὀροφῆς γιὰ τὴν ἀνάσχεση τῆς εἰσερχόμενης καταστροφικῆς ὑγρασίας ἀπὸ βροχές. Ἡ τρίτη αὐτὴ συντήρηση ἔλυσε ὁριστικά, ἐνδεχομένως γιὰ μερικοὺς αἰῶνες, τὸ ζήτημα τῆς στερεώσεως τοῦ σημαντικότερου ἴσως πρωτοχριστιανικοῦ σωζομένου ψηφιδωτοῦ.